- τελεσίκαρπος
- -ον, Α(για φυτά) αυτός που ολοκληρώνει τη διαδικασία ωρίμασης τών καρπών.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τελεσι- (βλ. λ. τέλος) + καρπός (πρβλ. τελειό-καρπος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καρπός — I (Βοτ.). Το προϊόν στο οποίο μεταμορφώνεται, μετά τη γονιμοποίηση, η ωοθήκη του άνθους. Το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο εξελίσσεται σε έμβρυο, οι σπερματικοί χιτώνες που το περιβάλλουν σχηματίζουν το σπερματικό περίβλημα και ολόκληρη η σπερματική… … Dictionary of Greek
τέλος — το, ΝΜΑ 1. η ολοκλήρωση, η τελείωση ενός πράγματος, το έσχατο όριο του στον χώρο και στον χρόνο, αποπεράτωση, πέρας (α. «το τέλος τού δρόμου» β. «το τέλος τής προσπάθειας» γ. «τέλος τής εβδομάδας» δ. «μὴ πρότερόν τι πάθῇς, πρὶν τέλος ἐπιθεῑναι… … Dictionary of Greek
τελεσικαρπώ — έω, Α [τελεσίκαρπος] παράγω ώριμους καρπούς, δένω τους καρπούς μου … Dictionary of Greek